- πρωτόκτιστος
- -ον, ΜΑαυτός που πλάστηκε πρώτος, που δημιουργήθηκε πρώτος («υἱὸς μονογενής πρωτότοκος καὶ οὐ πρωτόκτίστος λέγεται», Δαμασκ. Ι.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κτιστός (< κτίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόκτιστος — first created masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόκτιστον — πρωτόκτιστος first created masc/fem acc sg πρωτόκτιστος first created neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοκτίστου — πρωτόκτιστος first created masc/fem/neut gen sg πρωτοκτίστης original founder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοκτίστους — πρωτόκτιστος first created masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοκτίστων — πρωτόκτιστος first created masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοκτίστῳ — πρωτόκτιστος first created masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόκτιστοι — πρωτόκτιστος first created masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆԱԽԱՍՏԱՑԵԱԼ — ( ) NBH 2 0396 Chronological Sequence: Unknown date ՆԱԽԱՍՏԱՑԵԱԼ. Իբր Նախաստեղծեալ՝ ըստ յն. ոճոյ. πρωτόκτιστος primo creatus. *Ոչ վասն արեգական, այլ վասն ձեւացելոյն յարեգակն՝ նախաստացելոյն լուսոյ ասացաւ. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πρωτοκτίστωι — πρωτοκτίστῳ , πρωτόκτιστος first created masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп … Православная энциклопедия